- μητρεγχύτης
- μητρ-εγχύτης [ῠ], ου, ὁ,A syringe for injections into the womb, Antyll. ap. Orib.10.28.1, Sor.2.41, Gal.10.328.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μητρεγχύτης — syringe for injections into the womb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρεγχύτης — ο (Α μητρεγχύτης) σύριγγα με την οποία γίνονται εγχύσεις στη μήτρα ή καθετήρας ο οποίος χρησιμοποιείται για ενδομήτριες πλύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + εγχύτης (< ἐγχύω), πρβλ. ριν εγχύτης] … Dictionary of Greek
μητρεγχύται — μητρεγχύτης syringe for injections into the womb masc nom/voc pl μητρεγχύτᾱͅ , μητρεγχύτης syringe for injections into the womb masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρεγχυτῶν — μητρεγχύτης syringe for injections into the womb masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρεγχύτου — μητρεγχύτης syringe for injections into the womb masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)